δυναμικόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δυναμικόν | τὰ | δυναμικᾰ́ | ||||
γενική | τοῦ | δυναμικοῦ | τῶν | δυναμικῶν | ||||
δοτική | τῷ | δυναμικῷ | τοῖς | δυναμικοῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | δυναμικόν | τὰ | δυναμικᾰ́ | ||||
κλητική ὦ! | δυναμικόν | δυναμικᾰ́ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυναμικώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δυναμικοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- δυναμικόν < αρχαία ελληνική δυναμικόν, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δυναμικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυναμικόν, -oῦ ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) το πιθανό, που είναι δυνατό να συμβεί
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- δυναμικόν: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδυναμικόν