Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δρεπάνισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δρεπάνισμα
τα
δρεπανίσμα
τ
α
γενική
του
δρεπανίσμα
τ
ος
των
δρεπανισμά
τ
ων
αιτιατική
το
δρεπάνισμα
τα
δρεπανίσμα
τ
α
κλητική
δρεπάνισμα
δρεπανίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δρεπάνισμα
<
δρεπανίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δρεπάνισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
δρεπανίζω
(
κυριολεκτικά
)
θέρισμα
(
μεταφορικά
)
σκότωμα
,
φόνευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δρεπάνισμα
→
δείτε
τις λέξεις
θέρισμα
,
σκότωμα
και
φόνευση