Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραπετομανία οι δραπετομανίες
      γενική της δραπετομανίας των δραπετομανιών
    αιτιατική τη δραπετομανία τις δραπετομανίες
     κλητική δραπετομανία δραπετομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δραπετομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική drapetomania (όρος του 19ου αιώνα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δραπετομανία θηλυκό (ψευδεπιστημονικός όρος)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία