δραπετομανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δραπετομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική drapetomania (όρος του 19ου αιώνα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
δραπετομανία θηλυκό (ψευδεπιστημονικός όρος)
- (παρωχημένο) (ιατρική) υποτιθέμενη πνευματική διαταραχή που έπασχαν οι σκλάβοι των ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία καταλαμβάνονταν από ακατάσχετη επιθυμία να δραπετεύσουν από τα αφεντικά τους
- ※ Η ιατρική ιδεολογία ως μορφή τυπικού κοινωνικού ελέγχου, μας έχει οδηγήσει σε ακρότητες του τύπου της δραπετομανίας (19ος αιώνας) […]. (Γιάννης Πανούσης, «Ανάμεσα στους μύθους και την πραγματικότητα», στον τόμο: ΟΚΑΝΑ & Ίδρυμα Γληνού, Ναρκωτικά: βιολογικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις [Πρακτικά Ημερίδας, Αθήνα, 23-06-2017], επιμέλεια: Ευάγγελος Καφετζόπουλος (Αθήνα: Επτάλοφος, [2019]), σ. 23).
Δείτε επίσης επεξεργασία
- drapetomania στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
δραπετομανία