Ετυμολογία

επεξεργασία
drapetomania < αρχαία ελληνική δραπέτης + -mania (< αρχαία ελληνική μανία) (μαρτυρείται από το 1851)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /XXX/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

drapetomania (en) (ψευδεπιστημονικός όρος)

Δείτε επίσης

επεξεργασία