Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δοξολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δοξολογικ
ός
η
δοξολογικ
ή
το
δοξολογικ
ό
γενική
του
δοξολογικ
ού
της
δοξολογικ
ής
του
δοξολογικ
ού
αιτιατική
τον
δοξολογικ
ό
τη
δοξολογικ
ή
το
δοξολογικ
ό
κλητική
δοξολογικ
έ
δοξολογικ
ή
δοξολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δοξολογικ
οί
οι
δοξολογικ
ές
τα
δοξολογικ
ά
γενική
των
δοξολογικ
ών
των
δοξολογικ
ών
των
δοξολογικ
ών
αιτιατική
τους
δοξολογικ
ούς
τις
δοξολογικ
ές
τα
δοξολογικ
ά
κλητική
δοξολογικ
οί
δοξολογικ
ές
δοξολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δοξολογικός
<
δοξολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
δοξολογικός, -ή, -ό
σχετικός με την
δοξολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δοξολογικός