δολιανίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δολιανίτικος < Δολιανίτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.ʎaˈni.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐λια‐νί‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαδολιανίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τα Δολιανά ή τους κατοίκους τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δολιανίτικος
|