Δείτε επίσης: δοκῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοκώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκῶ, συνηρημένος τύπος του δοκέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðoˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐κώ
ομόηχο: δοκό

  Ρήμα επεξεργασία

δοκώ

Σημειώσεις επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • «Τι δοκείς;» (τι θαρρείς; τι νομίζεις;)

Συγγενικά επεξεργασία

και δείτε τα παράγωγά τους

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία