ευδόκιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευδόκιμος < αρχαία ελληνική εὐδόκιμος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική honourable)
Επίθετο
επεξεργασίαευδόκιμος, -η / -ος, -ο
- (λόγιο) επιτυχημένος
- ※ Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ίδια η κυβέρνηση δείχνουν ότι η αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ έφτασε μόλις το 1,5%, έναντι στόχου 15%. Το γεγονός, σημειώνουν βουλευτές που είχαν ευδόκιμη θητεία σε οικονομικά υπουργεία στο παρελθόν, αποδομεί τόσο την αύξηση του ΦΠΑ (και αυτή που άρχισε από την 1η Ιουλίου) όσο και τη σωστή κατά τα άλλα -«ιδέα» περί «κινήματος των αποδείξεων», το οποίο απέτυχε ως προς την πρόβλεψη για τα έσοδα που θα έφερνε. (εφ. Ελευθεροτυπία, 10/7/2010)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευδόκιμος
|