Δείτε επίσης: εὐδόκιμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευδόκιμος η ευδόκιμη το ευδόκιμο
      γενική του ευδόκιμου της ευδόκιμης του ευδόκιμου
    αιτιατική τον ευδόκιμο την ευδόκιμη το ευδόκιμο
     κλητική ευδόκιμε ευδόκιμη ευδόκιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευδόκιμοι οι ευδόκιμες τα ευδόκιμα
      γενική των ευδόκιμων των ευδόκιμων των ευδόκιμων
    αιτιατική τους ευδόκιμους τις ευδόκιμες τα ευδόκιμα
     κλητική ευδόκιμοι ευδόκιμες ευδόκιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευδόκιμος < αρχαία ελληνική εὐδόκιμος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική honourable)

  Επίθετο

επεξεργασία

ευδόκιμος, -η / -ος, -ο

  • (λόγιο) επιτυχημένος
    ※  Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ίδια η κυβέρνηση δείχνουν ότι η αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ έφτασε μόλις το 1,5%, έναντι στόχου 15%. Το γεγονός, σημειώνουν βουλευτές που είχαν ευδόκιμη θητεία σε οικονομικά υπουργεία στο παρελθόν, αποδομεί τόσο την αύξηση του ΦΠΑ (και αυτή που άρχισε από την 1η Ιουλίου) όσο και τη σωστή κατά τα άλλα -«ιδέα» περί «κινήματος των αποδείξεων», το οποίο απέτυχε ως προς την πρόβλεψη για τα έσοδα που θα έφερνε. (εφ. Ελευθεροτυπία, 10/7/2010)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία