Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διυπηρεσιακός η διυπηρεσιακή το διυπηρεσιακό
      γενική του διυπηρεσιακού της διυπηρεσιακής του διυπηρεσιακού
    αιτιατική τον διυπηρεσιακό τη διυπηρεσιακή το διυπηρεσιακό
     κλητική διυπηρεσιακέ διυπηρεσιακή διυπηρεσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διυπηρεσιακοί οι διυπηρεσιακές τα διυπηρεσιακά
      γενική των διυπηρεσιακών των διυπηρεσιακών των διυπηρεσιακών
    αιτιατική τους διυπηρεσιακούς τις διυπηρεσιακές τα διυπηρεσιακά
     κλητική διυπηρεσιακοί διυπηρεσιακές διυπηρεσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διυπηρεσιακός < δι- + υπηρεσιακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.i.pi.ɾe.si.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐υ‐πη‐ρε‐σι‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

διυπηρεσιακός, -ή, -ό

  • που καλύπτει πολλαπλές υπηρεσίες
    διυπηρεσιακός συντονισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία