διυπηρεσιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διυπηρεσιακός < δι- + υπηρεσιακός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.i.pi.ɾe.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐υ‐πη‐ρε‐σι‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαδιυπηρεσιακός, -ή, -ό
- που καλύπτει πολλαπλές υπηρεσίες
- ⮡ διυπηρεσιακός συντονισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία διυπηρεσιακός
|