δισκιοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δισκιοποίηση | οι | δισκιοποιήσεις |
γενική | της | δισκιοποίησης* | των | δισκιοποιήσεων |
αιτιατική | τη | δισκιοποίηση | τις | δισκιοποιήσεις |
κλητική | δισκιοποίηση | δισκιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δισκιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δισκιοποίηση < δισκίο + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tabletting)
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισκιοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισκιοποίηση
|