δισημειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδισημειακός
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) point-to-point: η αποκλειστική (dedicated) ζεύξη (link) μεταξύ δύο ακραίων σημείων (endpoint)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δισημειακός
δισημειακός