διπλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιπλωτικός
- που έχει σχέση με το δίπλωμα, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτό
- διπλωτική μηχανή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διπλωτικός
|
διπλωτικός
|