διπλοψηφίσας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διπλοψηφίσας | η | διπλοψηφίσασα | το | διπλοψηφίσαν |
γενική | του | διπλοψηφίσαντος | της | διπλοψηφίσασας & διπλοψηφισάσης* |
του | διπλοψηφίσαντος |
αιτιατική | τον | διπλοψηφίσαντα | τη | διπλοψηφίσασα | το | διπλοψηφίσαν |
κλητική | διπλοψηφίσας | διπλοψηφίσασα | διπλοψηφίσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διπλοψηφίσαντες | οι | διπλοψηφίσασες | τα | διπλοψηφίσαντα |
γενική | των | διπλοψηφισάντων | των | διπλοψηφισασών | των | διπλοψηφισάντων |
αιτιατική | τους | διπλοψηφίσαντες | τις | διπλοψηφίσασες | τα | διπλοψηφίσαντα |
κλητική | διπλοψηφίσαντες | διπλοψηφίσασες | διπλοψηφίσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιπλοψηφίσας, -ασα, -αν
- που έχει διπλοψηφίσει, που έχει ασκήσει διπλοψηφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία διπλοψηφίσας
|