↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπλέλικος η διπλέλικη το διπλέλικο
      γενική του διπλέλικου της διπλέλικης του διπλέλικου
    αιτιατική τον διπλέλικο τη διπλέλικη το διπλέλικο
     κλητική διπλέλικε διπλέλικη διπλέλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπλέλικοι οι διπλέλικες τα διπλέλικα
      γενική των διπλέλικων των διπλέλικων των διπλέλικων
    αιτιατική τους διπλέλικους τις διπλέλικες τα διπλέλικα
     κλητική διπλέλικοι διπλέλικες διπλέλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διπλέλικος < διπλός + έλικα + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

διπλέλικος, -η, -ο, το ουδέτερο φέρεται ως ουσιαστικό για πλοία ή σκάφη

  1. (τεχνολογία): αυτός που φέρει δύο έλικες, είτε ομοαξονικά, είτε χωριστά
  2. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) αυτός που φέρει δύο προπέλες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία