↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διμορφοθήκη οι διμορφοθήκες
      γενική της διμορφοθήκης των διμορφοθηκών
    αιτιατική τη διμορφοθήκη τις διμορφοθήκες
     κλητική διμορφοθήκη διμορφοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διμορφοθήκη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dimorphotheca < ελληνιστική κοινή δίμορφος < αρχαία ελληνική δίς + μορφή + θήκη
 
Dimorphotheca pluvialis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διμορφοθήκη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία