• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δικαιόχρηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Δείτε επίσης
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικαιόχρηση οι δικαιοχρήσεις
      γενική της δικαιόχρησης* των δικαιοχρήσεων
    αιτιατική τη δικαιόχρηση τις δικαιοχρήσεις
     κλητική δικαιόχρηση δικαιοχρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δικαιοχρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δικαιόχρηση < δίκαι(ος) + -ο- + χρήση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική franchising

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.ceˈo.xɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐και‐ό‐χρη‐ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δικαιόχρηση θηλυκό

  • (οικονομία) η χρήση μιας ονομασίας επιχείρησης που ανοίκει σε άλλον ή/και η υιοθέτηση επιχειρηματικών πρακτικών έναντι αντιτίμου

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • δικαιόχρηση στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δικαιόχρηση
  • αγγλικά : franchising (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δικαιόχρηση&oldid=5477588"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 13:45

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 13:45. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας