διευθετήσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διευθετήσιμος < διευθετώ
Επίθετο επεξεργασία
διευθετήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί ή είναι χρήσιμο να διευθετηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διευθετήσιμος
|
διευθετήσιμος, -η, -ο
|