διαχειρισιολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαχειρισιολογία < διαχείριση + -ι- + -ο- + -λογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική managerialism)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαχειρισιολογία θηλυκό
- (νεολογισμός) το να γίνονται ή να εξελίσσονται τα πράγματα ή τα γεγονότα σύμφωνα με τις τεχνικές διαχείρισης
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαχειρισιολογία