Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφορίσιμος η διαφορίσιμη το διαφορίσιμο
      γενική του διαφορίσιμου της διαφορίσιμης του διαφορίσιμου
    αιτιατική τον διαφορίσιμο τη διαφορίσιμη το διαφορίσιμο
     κλητική διαφορίσιμε διαφορίσιμη διαφορίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφορίσιμοι οι διαφορίσιμες τα διαφορίσιμα
      γενική των διαφορίσιμων των διαφορίσιμων των διαφορίσιμων
    αιτιατική τους διαφορίσιμους τις διαφορίσιμες τα διαφορίσιμα
     κλητική διαφορίσιμοι διαφορίσιμες διαφορίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφορίσιμος < διαφορίζω

  Επίθετο επεξεργασία

διαφορίσιμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία