διαφορίσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφορίσιμος < διαφορίζω
Επίθετο επεξεργασία
διαφορίσιμος, -η, -ο
- (μαθηματικά) που δύναται να διαφορίζεται
- ↪ η συνάρτηση y = 2x είναι διαφορίσιμη παντού
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφορίσιμος