Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διατηρῶν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
διατηρῶν
ἡ
διατηροῦσ
ᾰ
τὸ
διατηροῦν
γενική
τοῦ
διατηροῦντ
ος
τῆς
διατηρούσ
ης
τοῦ
διατηροῦντ
ος
δοτική
τῷ
διατηροῦντ
ῐ
τῇ
διατηρούσ
ῃ
τῷ
διατηροῦντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
διατηροῦντ
ᾰ
τὴν
διατηροῦσ
ᾰν
τὸ
διατηροῦν
κλητική
ὦ
!
διατηρῶν
διατηροῦσ
ᾰ
διατηροῦν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
διατηροῦντ
ες
αἱ
διατηροῦσ
αι
τὰ
διατηροῦντ
ᾰ
γενική
τῶν
διατηρούντ
ων
τῶν
διατηρουσ
ῶν
τῶν
διατηρούντ
ων
δοτική
τοῖς
διατηροῦ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
διατηρούσ
αις
τοῖς
διατηροῦ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
διατηροῦντ
ᾰς
τὰς
διατηρούσ
ᾱς
τὰ
διατηροῦντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
διατηροῦντ
ες
διατηροῦσ
αι
διατηροῦντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
διατηροῦντ
ε
τὼ
διατηρούσ
ᾱ
τὼ
διατηροῦντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
διατηρούντ
οιν
τοῖν
διατηρούσ
αιν
τοῖν
διατηρούντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'ποιῶν'
όπως «
ποιῶν
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διατηρῶν, -οῦσα, -οῦν
μετοχή
ενεργητικού
ενεστώτα
του ρήματος
διατηρῶ
(
ασυναίρετο
διατηρέω
)