Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διατηρῶν διατηροῦσ τὸ διατηροῦν
      γενική τοῦ διατηροῦντος τῆς διατηρούσης τοῦ διατηροῦντος
      δοτική τῷ διατηροῦντ τῇ διατηρούσ τῷ διατηροῦντ
    αιτιατική τὸν διατηροῦντ τὴν διατηροῦσᾰν τὸ διατηροῦν
     κλητική ! διατηρῶν διατηροῦσ διατηροῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διατηροῦντες αἱ διατηροῦσαι τὰ διατηροῦντ
      γενική τῶν διατηρούντων τῶν διατηρουσῶν τῶν διατηρούντων
      δοτική τοῖς διατηροῦσῐ(ν) ταῖς διατηρούσαις τοῖς διατηροῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διατηροῦντᾰς τὰς διατηρούσᾱς τὰ διατηροῦντ
     κλητική ! διατηροῦντες διατηροῦσαι διατηροῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διατηροῦντε τὼ διατηρούσ τὼ διατηροῦντε
      γεν-δοτ τοῖν διατηρούντοιν τοῖν διατηρούσαιν τοῖν διατηρούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

διατηρῶν, -οῦσα, -οῦν