διατεταρτημοριακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατεταρτημοριακός < δια- + τεταρτημοριακός < τεταρτημόριο
Επίθετο
επεξεργασίαδιατεταρτημοριακός
- που γίνεται ανάμεσα σε κάποια ή όλα τα τεταρτημόρια, αναφέρεται σ’ αυτά ή τα αφορά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τεταρτημόριο, τέταρτος και μόριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία διατεταρτημοριακός