διασυνδετισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασυνδετισμός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική connectionism
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασυνδετισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία, θεωρία της γνώσης) που μελετά και ερμηνεύει τις διανοητικές διεργασίες, καθώς και τους μηχανισμούς της μάθησης, με τη χρήση τεχνητών νευρωνικών δικτύων
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασυνδετισμός