διασπάσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
διασπάσιμος < διασπώ, διάσπαση, διάσπασις + -ιμος, -ιμη, -ιμο
Επίθετο επεξεργασία
διασπάσιμος -η -ο
διασπάσιμος < διασπώ, διάσπαση, διάσπασις + -ιμος, -ιμη, -ιμο
διασπάσιμος -η -ο