• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

διαλυτήριο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαλυτήριο τα διαλυτήρια
      γενική του διαλυτηρίου
& διαλυτήριου
των διαλυτηρίων
& διαλυτήριων
    αιτιατική το διαλυτήριο τα διαλυτήρια
     κλητική διαλυτήριο διαλυτήρια
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαλυτήριο < διαλύω + -τήριο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διαλυτήριο ουδέτερο

  • χώρος ειδικά διαμορφωμένος και εξοπλισμένος, όπου διαλύονται (συνήθως) μεγάλες σε μέγεθος κατασκευές (π.χ. πλοία)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις διαλύω και λύω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διαλυτήριο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διαλυτήριο&oldid=4690877"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Αυγούστου 2020, στις 22:58

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Αυγούστου 2020, στις 22:58.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie