διακρότημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακρότημα < αρχαία ελληνική διακροτέω, (διαπερνώ με κρότο) > δια- + (κροτέω) θέμα κροτη- + μα. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + -κρότημα.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακρότημα ουδέτερο
- (ακουστική) το φαινόμενο που παρουσιάζεται κατά τη συνήχηση ή τη σύνθεση δύο απλών αρμονικών ταλαντώσεων με πολύ μικρή διαφορά συχνοτήτων, που το ανθρώπινο αυτί εκλαμβάνει σαν μια περιοδική αυξομείωση της έντασης του ήχου
- παράδειγμα: καθώς οι μουσικοί κουρδίζουν δύο χορδές, όταν το τονικό τους ύψος είναι σχεδόν ίδιο, ακούγεται ένα αξιοπερίεργο τρέμολο με αυξομειώσεις της έντασης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Beat (acoustics) - διακρότημα (ακουστική) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .