διαιώνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαιώνιση | οι | διαιωνίσεις |
γενική | της | διαιώνισης* | των | διαιωνίσεων |
αιτιατική | τη | διαιώνιση | τις | διαιωνίσεις |
κλητική | διαιώνιση | διαιωνίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαιωνίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαιώνιση < διαιωνίζω (διαιώνι(σ)-) + -ση
- στην καθαρεύουσα: διαιώνισις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.eˈo.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αι‐ώ‐νι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαιώνιση θηλυκό
- η διατήρηση στους αιώνες, για πάντα
- ⮡ Η διαιώνιση του είδους.
- η υπερβολική παράταση
- ⮡ Η διαιώνιση μιας θλιβερής κατάστασης.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαιώνιση