πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαιώνιση οι διαιωνίσεις
      γενική της διαιώνισης* των διαιωνίσεων
    αιτιατική τη διαιώνιση τις διαιωνίσεις
     κλητική διαιώνιση διαιωνίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαιωνίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαιώνιση < διαιωνίζω (διαιώνι(σ)-) + -ση
στην καθαρεύουσα: διαιώνισις
ΔΦΑ : /ði.eˈo.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαιώνιση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαιώνιση θηλυκό

  1. η διατήρηση στους αιώνες, για πάντα
      Η διαιώνιση του είδους.
  2. η υπερβολική παράταση
      Η διαιώνιση μιας θλιβερής κατάστασης.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία