Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαθερμικός η διαθερμική το διαθερμικό
      γενική του διαθερμικού της διαθερμικής του διαθερμικού
    αιτιατική τον διαθερμικό τη διαθερμική το διαθερμικό
     κλητική διαθερμικέ διαθερμική διαθερμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαθερμικοί οι διαθερμικές τα διαθερμικά
      γενική των διαθερμικών των διαθερμικών των διαθερμικών
    αιτιατική τους διαθερμικούς τις διαθερμικές τα διαθερμικά
     κλητική διαθερμικοί διαθερμικές διαθερμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαθερμικός < διαθερμία

  Επίθετο επεξεργασία

διαθερμικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία