διαδικτύωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαδικτύωση | οι | διαδικτυώσεις |
γενική | της | διαδικτύωσης | των | διαδικτυώσεων |
αιτιατική | τη | διαδικτύωση | τις | διαδικτυώσεις |
κλητική | διαδικτύωση | διαδικτυώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαδικτύωση < δια- + δικτύωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική internetworking
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαδικτύωση θηλυκό
- (πληροφορική) η διασύνδεση υπολογιστών ή ψηφιακών συστημάτων με διάφορους τρόπους, ώστε να διαμοιράζονται οι πόροι και οι υπηρεσίες τους
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δίκτυο
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαδικτύωση