διαγωγιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαγωγιμότητα < δι- + αγωγιμότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαγωγιμότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαγωγιμότητα
|