Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαγωγιμότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διαγωγιμότητ
α
οι
διαγωγιμότητ
ες
γενική
της
διαγωγιμότητ
ας
των
διαγωγιμοτήτ
ων
αιτιατική
τη
διαγωγιμότητ
α
τις
διαγωγιμότητ
ες
κλητική
διαγωγιμότητ
α
διαγωγιμότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διαγωγιμότητ
α
οι
διαγωγιμότητ
ες
γενική
της
διαγωγιμότητ
ας
των
διαγωγιμοτητ
ών
αιτιατική
τη
διαγωγιμότητ
α
τις
διαγωγιμότητ
ες
κλητική
διαγωγιμότητ
α
διαγωγιμότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαγωγιμότητα
<
δι-
+
αγωγιμότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαγωγιμότητα
θηλυκό
(
ηλεκτρολογία
) ο
λόγος
μεταβολής
του
ρεύματος
εξόδου
προς την
τάση
εισόδου
σ’ ένα ηλεκτρικό
κύκλωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαγωγιμότητα