↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαγένεση οι διαγενέσεις
      γενική της διαγένεσης* των διαγενέσεων
    αιτιατική τη διαγένεση τις διαγενέσεις
     κλητική διαγένεση διαγενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαγενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική diagenesis < αρχαία ελληνική διά + αρχαία ελληνική γένεσις < γίγνομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαγένεση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία