Δείτε επίσης: διάκλεισις, διάκλισις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάκληση οι διακλήσεις
      γενική της διάκλησης* των διακλήσεων
    αιτιατική τη διάκληση τις διακλήσεις
     κλητική διάκληση διακλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάκληση < (καθαρεύουσα) διάκλησις < διά + κλῆσις < αρχαία ελληνική κλῆσις < καλέω / καλῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάκληση θηλυκό

  1. γεύμα που παρατίθεται στους προσκηνυτές ενός (πανηγυρίζοντος) ιερού ναού
    Η παράδοση συσχετίζει την αρχή του εθίμου με κάποιο σημαντικό γεγονός, με την ανέγερση του ναού, με κάποιο θαύμα. Έτσι, για να αποδοθούν ευχαριστίες στον άγιο, καθιερώθηκε η διάκληση. (*)
  2. (νομικός όρος) (παρωχημένο) κλήση
    Το Αστυκόν (sic) Δικαστήριον Ζακύνθου: δικαστική Διάκλησις (*)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία