Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι δημαιρεσίες
      γενική των δημαιρεσιών
    αιτιατική τις δημαιρεσίες
     κλητική δημαιρεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημαιρεσίες < (δήμος) δημ- + αρχαία ελληνική αἵρεσις + -ία (πληθυντικός: -ίες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημαιρεσίες θηλυκό στον πληθυντικό

  • οι εκλογικές διαδικασίες για τον ορισμό των αρμοδιοτήτων όσων μετέχουν στα δημοτικά συμβούλια
    Την Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου, στην 24η Ειδική Συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, πραγματοποιήθηκαν οι δημαιρεσίες για την εκλογή Προεδρείου, Οικονομικής Επιτροπής, Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, καθώς και εκπροσώπων στην Περιφερειακή Ένωση Δήμων Αττικής (ΠΕΔΑ). (*)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία