δερματολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δερματολογικός < δερματολογία
Επίθετο επεξεργασία
δερματολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με τη δερματολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δερματολογικός
δερματολογικός, -ή, -ό