δεξαμενισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεξαμενισμός < δεξαμενίζω + -ισμός < δεξαμενή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική docking)
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεξαμενισμός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δεξαμενή
- δεξαμενιζόμενος
- δεξαμενίζω