Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
δεξαμενισμός πλοίου στη μόνιμη δεξαμενή του Πειραιά.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δεξαμενισμός οι δεξαμενισμοί
      γενική του δεξαμενισμού των δεξαμενισμών
    αιτιατική τον δεξαμενισμό τους δεξαμενισμούς
     κλητική δεξαμενισμέ δεξαμενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεξαμενισμός < δεξαμενίζω + -ισμός < δεξαμενή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική docking)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεξαμενισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία