δεξαμενίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεξαμενίζω < δεξαμενή + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dock)
Ρήμα
επεξεργασίαδεξαμενίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- δεξαμενισμός
- → δείτε τη λέξη δεξαμενή
- δεξαμενιζόμενος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δεξαμενίζω | δεξαμένιζα | θα δεξαμενίζω | να δεξαμενίζω | δεξαμενίζοντας | |
β' ενικ. | δεξαμενίζεις | δεξαμένιζες | θα δεξαμενίζεις | να δεξαμενίζεις | δεξαμένιζε | |
γ' ενικ. | δεξαμενίζει | δεξαμένιζε | θα δεξαμενίζει | να δεξαμενίζει | ||
α' πληθ. | δεξαμενίζουμε | δεξαμενίζαμε | θα δεξαμενίζουμε | να δεξαμενίζουμε | ||
β' πληθ. | δεξαμενίζετε | δεξαμενίζατε | θα δεξαμενίζετε | να δεξαμενίζετε | δεξαμενίζετε | |
γ' πληθ. | δεξαμενίζουν(ε) | δεξαμένιζαν δεξαμενίζαν(ε) |
θα δεξαμενίζουν(ε) | να δεξαμενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δεξαμένισα | θα δεξαμενίσω | να δεξαμενίσω | δεξαμενίσει | ||
β' ενικ. | δεξαμένισες | θα δεξαμενίσεις | να δεξαμενίσεις | δεξαμένισε | ||
γ' ενικ. | δεξαμένισε | θα δεξαμενίσει | να δεξαμενίσει | |||
α' πληθ. | δεξαμενίσαμε | θα δεξαμενίσουμε | να δεξαμενίσουμε | |||
β' πληθ. | δεξαμενίσατε | θα δεξαμενίσετε | να δεξαμενίσετε | δεξαμενίστε | ||
γ' πληθ. | δεξαμένισαν δεξαμενίσαν(ε) |
θα δεξαμενίσουν(ε) | να δεξαμενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δεξαμενίσει | είχα δεξαμενίσει | θα έχω δεξαμενίσει | να έχω δεξαμενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δεξαμενίσει | είχες δεξαμενίσει | θα έχεις δεξαμενίσει | να έχεις δεξαμενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δεξαμενίσει | είχε δεξαμενίσει | θα έχει δεξαμενίσει | να έχει δεξαμενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δεξαμενίσει | είχαμε δεξαμενίσει | θα έχουμε δεξαμενίσει | να έχουμε δεξαμενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δεξαμενίσει | είχατε δεξαμενίσει | θα έχετε δεξαμενίσει | να έχετε δεξαμενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δεξαμενίσει | είχαν δεξαμενίσει | θα έχουν δεξαμενίσει | να έχουν δεξαμενίσει |
|