Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δεικνῡ́ς δεικνῦσ τὸ δεικνῠ́ν
      γενική τοῦ δεικνῠ́ντος τῆς δεικνῡ́σης τοῦ δεικνῠ́ντος
      δοτική τῷ δεικνῠ́ντ τῇ δεικνῡ́σ τῷ δεικνῠ́ντ
    αιτιατική τὸν δεικνῠ́ντ τὴν δεικνύσᾰν τὸ δεικνῠ́ν
     κλητική ! δεικνῡ́ς δεικνῦσ δεικνῠ́ν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δεικνῠ́ντες αἱ δεικνῦσαι τὰ δεικνῠ́ντ
      γενική τῶν δεικνῠ́ντων τῶν δεικνῡσῶν τῶν δεικνῠ́ντων
      δοτική τοῖς δεικνῦσῐ(ν) ταῖς δεικνῡ́σαις τοῖς δεικνῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς δεικνῠ́ντᾰς τὰς δεικνῡ́σᾱς τὰ δεικνῠ́ντ
     κλητική ! δεικνῠ́ντες δεικνῦσαι δεικνῠ́ντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δεικνῠ́ντε τὼ δεικνῡ́σ τὼ δεικνῠ́ντε
      γεν-δοτ τοῖν δεικνῠ́ντοιν τοῖν δεικνῡ́σαιν τοῖν δεικνῠ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'δεικνύς' όπως «δεικνύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

δεικνύς, -ῦσα, -ύν