Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δανειοληπτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δανειοληπτικ
ός
η
δανειοληπτικ
ή
το
δανειοληπτικ
ό
γενική
του
δανειοληπτικ
ού
της
δανειοληπτικ
ής
του
δανειοληπτικ
ού
αιτιατική
τον
δανειοληπτικ
ό
τη
δανειοληπτικ
ή
το
δανειοληπτικ
ό
κλητική
δανειοληπτικ
έ
δανειοληπτικ
ή
δανειοληπτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δανειοληπτικ
οί
οι
δανειοληπτικ
ές
τα
δανειοληπτικ
ά
γενική
των
δανειοληπτικ
ών
των
δανειοληπτικ
ών
των
δανειοληπτικ
ών
αιτιατική
τους
δανειοληπτικ
ούς
τις
δανειοληπτικ
ές
τα
δανειοληπτικ
ά
κλητική
δανειοληπτικ
οί
δανειοληπτικ
ές
δανειοληπτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δανειοληπτικός
<
δανειολήπτης
Επίθετο
επεξεργασία
δανειοληπτικός, -ή, -ό
που αναφέρεται στη
λήψη
δανείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δανειοληπτικός