• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

δαμαλίτιδα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαμαλίτιδα οι δαμαλίτιδες
      γενική της δαμαλίτιδας των δαμαλίτιδων
    αιτιατική τη δαμαλίτιδα τις δαμαλίτιδες
     κλητική δαμαλίτιδα δαμαλίτιδες
όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δαμαλίτιδα < δαμάλα + -ίτιδα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ða.maˈli.ti.ða/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δαμαλίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) λοιμική νόσος που εμφανίζεται σε αγελάδες ή άλογα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη δαμάλι

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • δαμαλισμός
  • ευλογιά

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    δαμαλίτιδα
  • αγγλικά : vaccinia (en)
  • γερμανικά : Kuhpocken (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δαμαλίτιδα&oldid=4693888"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Αυγούστου 2020, στις 21:50

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Αυγούστου 2020, στις 21:50.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie