Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δαμαλίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Δείτε επίσης
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δαμαλίτιδ
α
οι
δαμαλίτιδ
ες
γενική
της
δαμαλίτιδ
ας
των
δαμαλίτιδ
ων
αιτιατική
τη
δαμαλίτιδ
α
τις
δαμαλίτιδ
ες
κλητική
δαμαλίτιδ
α
δαμαλίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δαμαλίτιδα
<
δαμάλα
+
-ίτιδα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ða.maˈli.ti.ða
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δαμαλίτιδα
θηλυκό
(
ιατρική
,
πάθηση
)
λοιμική
νόσος
που εμφανίζεται σε
αγελάδες
ή
άλογα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
δαμάλι
Δείτε επίσης
επεξεργασία
δαμαλισμός
ευλογιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δαμαλίτιδα
αγγλικά
:
vaccinia
(en)
γερμανικά
:
Kuhpocken
(de)