↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαγκωτός η δαγκωτή το δαγκωτό
      γενική του δαγκωτού της δαγκωτής του δαγκωτού
    αιτιατική τον δαγκωτό τη δαγκωτή το δαγκωτό
     κλητική δαγκωτέ δαγκωτή δαγκωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαγκωτοί οι δαγκωτές τα δαγκωτά
      γενική των δαγκωτών των δαγκωτών των δαγκωτών
    αιτιατική τους δαγκωτούς τις δαγκωτές τα δαγκωτά
     κλητική δαγκωτοί δαγκωτές δαγκωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δαγκωτός < δαγκώνω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

δαγκωτός -ή -ό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ψηφίζω δαγκωτό: ψηφίζω με απόλυτη πεποίθηση (ένα κόμμα ή υποψήφιο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία