δαγκωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδαγκωτά < δαγκωτός
Επίρρημα
επεξεργασίαδαγκωτά
- με δάγκωμα
- τη φίλησε δαγκωτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαγκωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδαγκωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δαγκωτό