δίαμμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | δίαμμος | τὸ | δίαμμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | διάμμου | τοῦ | διάμμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | διάμμῳ | τῷ | διάμμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | δίαμμον | τὸ | δίαμμον | ||
κλητική ὦ! | δίαμμε | δίαμμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | δίαμμοι | τὰ | δίαμμᾰ | ||
γενική | τῶν | διάμμων | τῶν | διάμμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | διάμμοις | τοῖς | διάμμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | διάμμους | τὰ | δίαμμᾰ | ||
κλητική ὦ! | δίαμμοι | δίαμμᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διάμμω | τὼ | διάμμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διάμμοιν | τοῖν | διάμμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίαμμος (ελληνιστική κοινή) < διά + ἄμμος
Επίθετο
επεξεργασίαδίαμμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (για τόπο) πολύ αμμώδης
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 34.10.3, @scaife.perseus
- εἶναι δὲ τὸ πεδίον λεπτόγειον καὶ πολλὴν ἄγρωστιν ἔχον πεφυκυῖαν· ὑπὸ δὲ ταύτην διάμμου τῆς γῆς οὔσης ἐπὶ δύο καὶ τρεῖς πήχεις, ὑπορρεῖν τὸ πλαζόμενον ἀπὸ τῶν ποταμῶν ὕδωρ,
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 1.3, 7 @perseus.tufts.edu @wikisource
- περὶ δὲ τὰ τοῦ Φάσιδος ἡ Κολχικὴ παραλία δίαμμος καὶ ταπεινὴ καὶ μαλακὴ οὖσα,
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 16.4, 2 @perseus.tufts.edu @wikisource
- μετὰ δὲ τούτους δίαμμός ἐστι γῆ καὶ λυπρά, φοίνικας ἔχουσα ὀλίγους καὶ ἄκανθαν καὶ μυρίκην καὶ ὀρυκτὰ ὕδατα, καθάπερ καὶ ἡ Γεδρωσία·
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 34.10.3, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- δίαμμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.