Δείτε επίσης: Γῆρυς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γῆρυς αἱ γῆρυες
      γενική τῆς γῆρυος τῶν γηρύων
      δοτική τῇ γῆρυῐ̈ ταῖς γῆρυσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γῆρυν τὰς γῆρυς
     κλητική ! γῆρυ γῆρυες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γῆρυε
γεν-δοτ τοῖν  γηρύοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γῆρυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵeh₂r-[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γῆρυς, -υος θηλυκό

  1. φωνή, ομιλία
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 437 (436-438)
    ὣς Τρώων ἀλαλητὸς ἀνὰ στρατὸν εὐρὺν ὀρώρει· | οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος οὐδ᾽ ἴα γῆρυς, | ἀλλὰ γλῶσσ᾽ ἐμέμικτο, πολύκλητοι δ᾽ ἔσαν ἄνδρες.
    ομοίως στον πλατύν στρατόν αλάλαζαν οι Τρώες, | ότι δεν ήτο εις όλους μια λαλιά και γλώσσα μία, | αλλά μικτή, κι ήσαν λαοί που πολλαχόθεν ήλθαν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 754
    μακρὰν γὰρ ἕρπει γῆρυς, ἐμφανής γε μήν.
    Σέρνεται απόμακρη φωνή, ξεκάθαρη όμως.
    Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) φωνή που εκφράζει πάθος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.