Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γηρύω < γῆρυς (φωνή, λαλιά)

  Ρήμα επεξεργασία

γηρύω ( & δωρικός τύποςγαρύω)

  1. μιλάω
  2. φωνάζω
  3. ψάλλω

Συγγενικά επεξεργασία