γυψώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γυψώδης | η | γυψώδης | το | γυψώδες |
γενική | του | γυψώδους | της | γυψώδους | του | γυψώδους |
αιτιατική | τον | γυψώδη | τη | γυψώδη | το | γυψώδες |
κλητική | γυψώδη(ς) | γυψώδης | γυψώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γυψώδεις | οι | γυψώδεις | τα | γυψώδη |
γενική | των | γυψωδών | των | γυψωδών | των | γυψωδών |
αιτιατική | τους | γυψώδεις | τις | γυψώδεις | τα | γυψώδη |
κλητική | γυψώδεις | γυψώδεις | γυψώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγυψώδης, -ης, -ες
- σχετικός με γύψο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυψώδης
|