γρελίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γρελίνη | οι | γρελίνες |
γενική | της | γρελίνης | των | γρελινών |
αιτιατική | τη | γρελίνη | τις | γρελίνες |
κλητική | γρελίνη | γρελίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γρελίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγρελίνη και γκρελίνη θηλυκό
- ορμόνη που εκκρίνεται στο στομάχι και στέλνει μήνυμα στον εγκέφαλο για να ανοίξει την όρεξη