Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρανιτώδης η γρανιτώδης το γρανιτώδες
      γενική του γρανιτώδους της γρανιτώδους του γρανιτώδους
    αιτιατική τον γρανιτώδη τη γρανιτώδη το γρανιτώδες
     κλητική γρανιτώδη(ς) γρανιτώδης γρανιτώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρανιτώδεις οι γρανιτώδεις τα γρανιτώδη
      γενική των γρανιτωδών των γρανιτωδών των γρανιτωδών
    αιτιατική τους γρανιτώδεις τις γρανιτώδεις τα γρανιτώδη
     κλητική γρανιτώδεις γρανιτώδεις γρανιτώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρανιτώδης < γρανίτ(ης) + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

γρανιτώδης, -ης, -ες

  1. που έχει ή περιέχει γρανίτη ή μοιάζει με γρανίτη
    άλλες μορφές: γρανιτοειδής
  2. που είναι σκληρός σαν γρανίτης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία