γούρμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γούρμος | η | γούρμη | το | γούρμο |
γενική | του | γούρμου | της | γούρμης | του | γούρμου |
αιτιατική | τον | γούρμο | τη | γούρμη | το | γούρμο |
κλητική | γούρμε | γούρμη | γούρμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γούρμοι | οι | γούρμες | τα | γούρμα |
γενική | των | γούρμων | των | γούρμων | των | γούρμων |
αιτιατική | τους | γούρμους | τις | γούρμες | τα | γούρμα |
κλητική | γούρμοι | γούρμες | γούρμα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γούρμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαγούρμος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) ώριμος
- ※ ...ας είναι γούρμα σταφύλια, λογής, κεχριμπαρένια, άλικα, μαύρα. (Κωστής Παλαμάς, Τα σκολειά χτίστε)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασία- Γούρμα κι άγουρα: για όσους ενεργούν απερίσκεπτα και επιπόλαια όπως οι λαίμαργοι τρώνε ώριμα και άγουρα φρούτα χωρίς διάκριση
- το κουτσό γουρούνι τρώει γόρμο απίδι
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.