Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γούρμασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γούρμασμα
τα
γουρμάσμα
τ
α
γενική
του
γουρμάσμα
τ
ος
των
γουρμασμά
τ
ων
αιτιατική
το
γούρμασμα
τα
γουρμάσμα
τ
α
κλητική
γούρμασμα
γουρμάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γούρμασμα
<
γουρμάζω
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γούρμασμα
ουδέτερο
η
ωρίμανση
Το
γούρμασμα
των καρπών.
Συγγενικά
επεξεργασία
γουρμάζω
γούρμος