Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γουρουνόπετσος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γουρουνόπετσ
ος
η
γουρουνόπετσ
η
το
γουρουνόπετσ
ο
γενική
του
γουρουνόπετσ
ου
της
γουρουνόπετσ
ης
του
γουρουνόπετσ
ου
αιτιατική
τον
γουρουνόπετσ
ο
τη
γουρουνόπετσ
η
το
γουρουνόπετσ
ο
κλητική
γουρουνόπετσ
ε
γουρουνόπετσ
η
γουρουνόπετσ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γουρουνόπετσ
οι
οι
γουρουνόπετσ
ες
τα
γουρουνόπετσ
α
γενική
των
γουρουνόπετσ
ων
των
γουρουνόπετσ
ων
των
γουρουνόπετσ
ων
αιτιατική
τους
γουρουνόπετσ
ους
τις
γουρουνόπετσ
ες
τα
γουρουνόπετσ
α
κλητική
γουρουνόπετσ
οι
γουρουνόπετσ
ες
γουρουνόπετσ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γουρουνόπετσος
<
γουρούνι
+
πέτσα
Επίθετο
επεξεργασία
γουρουνόπετσος, -η, -ο
χοντρόπετσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γουρουνόπετσος
αγγλικά
:
piglet
(en)