γουανίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣu.aˈni.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐α‐νί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουανίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) μια από τις βάσεις της πουρίνης, που περιέχονται στα νουκλεϊνικά οξέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουανίνη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γουανίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)