↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουανίνη οι γουανίνες
      γενική της γουανίνης των γουανινών
    αιτιατική τη γουανίνη τις γουανίνες
     κλητική γουανίνη γουανίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γουανίνη < γαλλική guanine ή αγγλική guanine[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣu.aˈni.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γου‐α‐νί‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γουανίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γουανίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)